Το Μέλλον Των Βαλβιδικών Παθήσεων Της Καρδιάς

Πριν από μερικές δεκαετίες η ελάχιστα επεμβατική – διακαθετηριακή αντιμετώπιση των παθήσεων των καρδιακών βαλβίδων θεωρείτο πρακτικά ανέφικτη. Η ιστορία της διακαθετηριακής αντιμετώπισης των βαλβιδοπαθειών ξεκίνησε το 1982 με τη βαλβιδοπλαστική της πνευμονικής βαλβίδας και συνέχισε δύο χρόνια μετά με τη βαλβιδοπλαστική της μιτροειδικής βαλβίδας. Η βαλβιδοπλαστική με μπαλόνι της αορτικής βαλβίδας εισήχθη στο θεραπευτικό οπλοστάσιο το 1986 με στόχο την παρηγορητική θεραπεία ασθενών υψηλού κινδύνου για χειρουργική αντικατάσταση που έπασχαν από
σοβαρή στένωση αορτής (AΣ). Βάση του γεγονότος ότι τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της βαλβιδοπλαστικής της αορτικής βαλβίδας δεν ήταν ικανοποιητικά πυροδοτήθηκε η ιδέα εμφύτευσης της αορτικής βαλβίδας μέσω καθετήρα (γνωστό σήμερα ως TAVI). Έτσι, το 1992 ο H. Andersen πραγματοποίησε την πρώτη διακαθετηριακή εμφύτευση προσθετικής αορτικής βαλβίδας σε πειραματικό μοντέλο.

 

Μαζί με τον H. Andersen (δεξιά)

Ακολούθως, στις 16 Απριλίου του 2002, ο A. Cribier μαζί με τον H. Eltchaninoff πραγματοποίησαν με επιτυχία την 1η σε άνθρωπο διακαθετηριακή επέμβαση αντικατάστασης αορτικής βαλβίδας σε ασθενή με σοβαρή στένωση και καρδιογενή καταπληξία (σοκ).

Έκτοτε, οι ελάχιστα αυτές επεμβατικές τεχνικές έχουν σημειώσει αλματώδη εξέλιξη με τα περισσότερα στοιχεία πλέον να υποστηρίζουν τις παρεμβάσεις αυτές σε σοβαρές βαλβιδικές παθήσεις ακόμη και σε ασυμπτωματικούς ή ελάχιστα συμπτωματικούς ασθενείς με όχι μόνο υψηλό, αλλά και μέσο ή χαμηλό χειρουργικό κίνδυνο. Αναλυτικότερα,

• Η στένωση της αορτικής βαλβίδας, συνήθως ως συνέπεια της γήρανσης, είναι η πιο συχνή βαλβιδοπάθεια παγκοσμίως και κυμαίνεται από 2-4% σε ασθενείς άνω των 75 ετών. Στους ασθενείς αυτούς η αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας αποτελεί τη ΜΟΝΗ θεραπεία. Οι προ έτους δημοσιευμένες Ευρωπαϊκές Κατευθυντήριες Συστάσεις προτείνουν την διακαθετηριακή επιλογή για: (1) ασθενείς από 75 ετών και άνω, (2) πάσχοντες με υψηλό χειρουργικό κίνδυνο (STS score >8%), και (3) ασθενείς που κρίνονται ακατάλληλοι για χειρουργική επέμβαση. Πρόσφατα, η πολυκεντρική τυχαιοποιημένη μελέτη PARTNER-3, για χαμηλού κινδύνου ασθενείς, ανέδειξε ποσοστά θανάτου σχεδόν τα μισά στην ομάδα TAVI έναντι της χειρουργικής αντιμετώπισης, (8,5% vs. 15,1%).

• Η ανεπάρκεια της μιτροειδούς είναι μια από τις πιο συχνές βαλβιδοπάθειες. Όταν η συγκεκριμένη πάθηση είναι σοβαρή και αφεθεί χωρίς θεραπεία, χαρακτηρίζεται από κακή πρόγνωση. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί αρκετές ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές που στοχεύουν στην συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα ασθενών. Οι μελέτες έδειξαν ότι σε καλά επιλεγμένους ασθενείς η διαδερμική αντιμετώπισης της ανεπάρκειας της μιτροειδικής βαλβίδας έχει επιδείξει μεγάλη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα. Τέτοια παραδείγματα ασθενών είναι όσοι πάσχουν από λειτουργικής αιτιολογίας ανεπάρκεια, οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς με σοβαρή έκπτωση της απόδοσης της καρδιάς (καρδιακή ανεπάρκεια). Στη διεθνή πολυκεντρική τυχαιοποιημένη μελέτη COAPT το ετήσιο ποσοστό ανάγκης νοσηλείας λόγω καρδιακής ανεπάρκειας ήταν ακριβώς το μισό συγκριτικά με όσους υποβλήθηκαν σε συμβατική θεραπεία. Σε εξέλιξη βρίσκονται πλέον αρκετές τεχνικές που στοχεύουν στην πλήρη αντικατάσταση της συγκεκριμένης βαλβίδας.

• Ιστορικά, η τριγλώχινα βαλβίδα θεωρείτο ως η «ξεχασμένη βαλβίδα». Η τριγλωχινική ανεπάρκεια είναι μια συχνή νόσος. Υπολογίζεται ότι στις ΗΠΑ η μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια της τριγλώχινας βαλβίδας απαντά σε 1,6 εκατομμύρια ασθενείς. Η ανεπάρκεια προκαλείται συνήθως από παθολογία της αριστερής πλευράς της καρδιάς. Όταν η ανεπάρκεια δεν αντιμετωπίζεται, εξελίσσεται συνήθως σε δυσλειτουργία της δεξιάς καρδιάς, με κακό αντίκτυπο στην πρόγνωση και τελική έκβαση των ασθενών. Εξαιτίας της πολυπλοκότητας των ασθενών αυτών η ένδειξη για χειρουργική αντιμετώπιση είναι συνήθως αδύνατη. Έτσι, βασιζόμενοι σε χειρουργικές τεχνικές, αναπτύχθηκαν αντίστοιχες επεμβατικές- διακαθετηριακές τεχνικές. Τα αρχικά αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά και χαρακτηρίζονται από υψηλά ποσοστά ασφάλειας και αποτελεσματικότητας. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που για 1 η φορά οι πρόσφατες οδηγίες της Ευρωπαϊκής καρδιολογικής Εταιρείας έδωσαν ένδειξη σε αυτή την τεχνολογία. Λαμβάνοντας υπόψη τα πρόσφατα δεδομένα, αναμένονται νέες προοπτικές στο εγγύς μέλλον σε αυτή την παθολογία που είχε για πολλά χρόνια παραμεληθεί.

Προφανώς όπως και στις υπόλοιπες παθήσεις υπάρχουν περιορισμοί και ιδιαιτερότητας που πρέπει με εξατομικευμένο και ενδελεχή τρόπο να αξιολογούνται από τον εξειδικευμένο θεράποντα καρδιολόγο.

Εν κατακλείδι, πιστεύουμε ότι, όσο κατανοούμε περισσότερο τους περιορισμούς των παραπάνω παθήσεων, τόσο θα αναπτύσσονται νέες θεραπευτικές επιλογές και ότι «τα καλύτερα έρχονται».